κενεγκράνιος

κενεγκράνιος
κενεγκράνιος [ᾱ], ον,
A brainless, Sch.Juv.15.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κενεγκράνιος — κενεγκράνιος, ον (Α) αυτός που έχει κενό το κρανίο, χωρίς εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ἐγκράνιον «εγκέφαλος»] …   Dictionary of Greek

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”